- χαριτήσιος
- -ον, τ. ουδ. στον πληθ. και χαριτείσια, Α1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Χάριτες2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριτήσιονα) ευχαριστήρια προσφοράβ) επωδή για την επίτευξη εύνοιας3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριτήσια και χαριτείσιαγιορτή προς τιμήν τών Χαρίτων στον Ορχομενό4. φρ. «χαριτήσιον ἱερόν» — ναός αφιερωμένος στις Χάριτες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος, κατά το φιλοτήσιος].
Dictionary of Greek. 2013.